- ἐξυπανίστημι
- ἐξ - υπ - αν - ίστημι: only aor. 2 intrans., σμῶδιξ μεταφρένου, started up from (on) his back under the blows of the staff, Il. 2.267†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξυπανίστημι — ἐξυπανίστημι (Α) υψώνομαι προς τα πάνω, εξογκώνομαι … Dictionary of Greek
ἐξυπανέστη — ἐξυπανίστημι started up from under plup ind act 1st sg (ionic) ἐξυπανίστημι started up from under aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυπαναστῆναι — ἐξυπανίστημι started up from under aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυπανεστάθη — ἐξυπανίστημι started up from under aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυπανίστανται — ἐξυπανίστημι started up from under pres ind mp 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξυπανέστη — ὑπό ἐξυπανίστημι started up from under plup ind act 1st sg (ionic) ὑπό ἐξυπανίστημι started up from under aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
ἐξυπαναστάς — ἐξυπαναστά̱ς , ἐξυπανίστημι started up from under aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)